Translate

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Θυμήθηκα την ξενιτειά…



Γράφει η Αναστασία Χρήστου Μηχανολόγος Μηχανικός

  … θυμήθηκα την ξενιτειά…

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμε,
θυμήθηκα την ξενιτειά και θέλω να πηγαίνω…

Πικρή μοίρα των Ελλήνων και κυρίως των Ηπειρωτών, η ξενιτειά. Μοίρα από την οποία ούτε το Πωγώνι ξέφυγε. Και παρά τα πλούτη και την πρόοδο που έφερναν οι ξενιτεμένοι πίσω στην πατρίδα, η πικρή γεύση του ‘ζωντανού χωρισμού’ δεν έφευγε ποτέ.
Η μαζική φυγή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, που σε μεγάλο βαθμό ήταν χωρίς επιστροφή, μείωσε τον πραγματικά οικονομικά ενεργό ελληνικό πληθυσμό. Έτσι οι μικρές δυνατότητες της φτωχής πατρίδας φάνηκαν επαρκείς για όσους παρέμειναν. Αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη (πραγματική ή φαινομενική) των επόμενων δεκαετιών, ανέκοψε το κύμα φυγής πράγμα που μας έκανε να πιστέψουμε ότι αποτελούσε πια παρελθόν.
Σήμερα οι Έλληνες, νέοι αλλά και μεσήλικες, ‘θυμήθηκαν την ξενιτειά’. Η Ελλάδα για άλλη μια φορά διώχνει τα παιδιά της. Στην εποχή μας μάλιστα φεύγουν ακόμη και τα πιο μορφωμένα τμήματα της κοινωνίας μας, καθώς αυτά ζητούν τα ξένα κράτη, πράγμα που ήταν σπάνιο στο παρελθόν. Δυστυχώς, αντί να δημιουργηθούν στον τόπο μας, οι συνθήκες εκείνες που θα βοηθήσουν όλους τους Έλληνες να δουλέψουν για ένα καλύτερο αύριο, ο καθένας με βάση τα προσόντα και τις δυνατότητές του, δημιουργούνται ερήμην του ελληνικού λαού οι συνθήκες που θα τους κάνουν να πιστέψουν πως εδώ δεν υπάρχει αύριο.
Είναι ίσως οξύμωρο, άνθρωποι για τους οποίους το ελληνικό κράτος επένδυσε για την μόρφωσή ή κατάρτισή τους, σε σχολεία, πανεπιστήμια, μεταπτυχιακά, τεχνικές σχολές και ό,τι άλλο, τώρα που έχει έρθει η ώρα να αξιοποιήσουν τα προσόντα που απέκτησαν, να αναγκάζονται να ξενιτευτούν.
Μια ακόμη συνέπεια της αλλοπρόσαλλης πολιτικής όσων κυβέρνησαν την χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, που αντί να φροντίσουν για την ανάπτυξη του τόπου, αντί να στηρίξουν τις υπάρχουσες παραγωγικές δραστηριότητες και να βοηθήσουν στην δημιουργία νέων και αντί να οδηγήσουν τους νέους σε σπουδές και επαγγέλματα που θα συνάδουν με αυτήν την ανάπτυξη, δημιουργούσαν αλόγιστα ανώτερες και ανώτατες σχολές, για να ικανοποιήσουν μικροκομματικές σκοπιμότητες, χωρίς καμία φροντίδα για το μέλλον των αποφοίτων τους και μοίραζαν επιδοτήσεις ως αμοιβή στους πιστούς οπαδούς τους.
Επιπλέον, η σημερινή μείωση των αμοιβών στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα και η φοροεπιδρομή που συρρικνώνει περαιτέρω το εισόδημά, στερούν κάθε ελπίδα από τους Έλληνες. Κάνουν την ξενιτειά να φαντάζει και πάλι ως η μόνη διέξοδος.
Θα γυρίσουμε ίσως στην εποχή που γέροντες γονείς ή ανήλικα αδέλφια έμεναν πίσω αγωνιώντας για ένα έμβασμα που θα συμπλήρωνε το ισχνό τους εισόδημα; Τότε που οι νέοι παρακαλούσαν ξενιτεμένους συγγενείς και φίλους για μια πρόσκληση στην Αμερική, την Γερμανία ή την Αυστραλία; Μήπως θα ξαναδούμε και καραβιές με ‘νύφες’;
Και βέβαια ο πόνος του χωρισμού παραμένει ίδιος. Παρ’ ότι η τεχνολογία βοηθάει την συχνότερη επικοινωνία, παρ’ ότι ακόμη οι τακτικές και γρήγορες συγκοινωνίες μας κάνουν να νιώθουμε ότι οι ξενιτεμένοι μας είναι ‘λίγες ώρες μακριά’, η απουσία τους παραμένει αισθητή. Οι άνθρωποί μας λείπουν από το γιορτινό τραπέζι, δεν είναι κοντά μας στις χαρές ή τις λύπες μας, αλλά ούτε κι εμείς μπορούμε να είμαστε κοντά τους όταν μας έχουν ανάγκη.
Η πικρή μοίρα της ξενιτιάς ρίχνει κα πάλι βαριά την σκιά της στην πατρίδα μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια: